-
1 αλυσίδα
[алисида] ουσ. θ. цепь, цепочка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αλυσίδα
-
2 цепь
цеп||ьж1. ἡ ἀλυσίδα, ἡ ἄλοσις, ἡ ἄλυσος:я́корная \цепь ἡ ἀλυσίδα τής ἄγκυ-ρας· \цепьи рабства οἱ ἀλυσίδες τής σκλαβιάς, τά δεσμά τής δουλείας· \цепь исследований ἄλυσις ἐρευνών держать на \цепьй прям., перен κρατώ ἀλυσοδεμένο· спустить с \цепьй прям., перен λύνω, ἀμολάω, ξαπολάω· сорваться с \цепьй а) λύνομαι ἀπό τήν ἀλυσίδα, б) перен ξαπολιέμαι, ἀποχαλινώνομαι·2. перен (ряд, вереница) ἡ σειρά, ἡ ἀλυσίδα:\цепь событий ἡ σειρά (или ἡ ἀλυσίδα) τών γεγονότων горная \цепь ἡ ὁροσειρά, ἡ βουνοσειρά, ἡ ἄλυσις ὁρέων3. воен.:стрелковая \цепь ἡ ἀλυσίδα μαχητών \цепь сторожевых постов ἡ σειρά τῶν φυλακίων 4.:\цепьи мн. (оковы) οἱ ἀλυσίδες / черен. τά δεσμά:заковывать в \цепьи ἀλυσοδένω· \цепьи рабства τά δεσμά τής δουλείας· разорвать \цепьи а) σπάω τίς ἀλυσίδες, б) перен σπάω τά δεσμά. -
3 цепь
-и, προθτ. о цепи, на цепи, γεν. πλθ. -ей θ.1. αλυσίδα•якорная цепь αλυσίδα της άγκυρας•
привязать собаку на цепь δένω το σκυλί με την αλυσίδα.
|| πλθ. -Η(κυρλζ. κ. μτφ.) τα δεσμά•порватьцепьи рабства σπάζω τις αλυσίδες της σκλαβιάς.
2. κύκλωμα•электрическая цепь ηλεκτρικό κύκλωμα.
3. αλληλοδιαδοχή, σειρά, κομπολόι•цепь событий αλυσίδα γεγονότων•
цепь озр αλυσίδα λιμνών.
|| ζυγός στρατιωτών.4. επίρ. -ью βλ. чепочка (3 σημ.).εκφρ.горная цепь – οροσειρά, βουνοσειρά. -
4 цепь
I. 1. (мех., мат, хим.) η αλυσίδα, η σειράмолекулярная - хим. μοριακή -прямая - хим. ευθεία -якорная мор. - άγκυρας2. эл. το κύκλωμαанодная (элн.) - ανοδίουизмерительная (эл.элн.) - μέτρησηςкабельная свз. - καλωδιακό -линейная - (эл.элн.) γραμμικό -- нагрузки (эл.элн.) - φορτίου- отключения (эл.элн.) - αποσύνδεσηςтормозная - φρένου/πέδης- управления (эл.элн.) - χειρισμούфизическая свз. - φυσικό -II.(горная) η οροσειρά, η βουνο-σειρά.III.(напр. пищевая) η (π.χ. τροφική) αλυσίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цепь
-
5 конвейер
-
6 цепочка
-
7 цепь
-
8 цепочка
цепочк||аж1. (уменьш. от цепь) ἡ ἀλυσιδίτσα:\цепочка для часов ἡ καδένα (ρολογιού)· дверная \цепочка ἡ ἀλυσίδα τής πόρτας·2. (ряд, вереница) ἡ σειρά, ἡ ἀλυσίδα:\цепочка бойцов ἡ σειρά τών μαχητών передать по \цепочкае μεταδίδω ἀπό χέρι σέ χέρι. -
9 irreducible Markov chain
= irreducible chainFrench\ \ chaîne de Markov irréductible; chaîne irréductibleGerman\ \ irreduzible MarkovketteDutch\ \ irreducibele MarkovketenItalian\ \ catena markoviana irriducibile; catena irriducibileSpanish\ \ irreducible Markov chain; irreducible chainCatalan\ \ cadena de Màrkov irreductiblePortuguese\ \ cadeia de Markov irredutível; cadeia irredutívelRomanian\ \ -Danish\ \ irreducibel markovkæde; irreducibel kædeNorwegian\ \ -Swedish\ \ irreducibel markovkedjaGreek\ \ αδιαχώριστη αλυσίδα Markov; αδιαχώριστη αλυσίδαFinnish\ \ redusoitumaton Markovin ketju; redusoitumaton ketjuHungarian\ \ nem redukálható Markov-láncTurkish\ \ indirgenemez Markov zinciri; indirgenemez zincirEstonian\ \ taandumatu Markovi ahel; taandumatu ahelLithuanian\ \ neredukuojamoji Markov grandinė; neredukuojamoji Markovo grandinė; neredukuojamoji grandinėSlovenian\ \ -Polish\ \ nierozkładalny łańcuch MarkowaRussian\ \ неприводимая цепь Маркова; неприводимая цепьUkrainian\ \ незвідний Марківський ланцюгSerbian\ \ -Icelandic\ \ óþættanleg MarkovskeðjaEuskara\ \ irreducible Markov katea; irreducible kateanFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ زنجير مارکوف نافروکاستنيArabic\ \ سلسلة ماركوف غير اختزاليةAfrikaans\ \ nie-reduseerbare Markov-kettingChinese\ \ 不 可 约 马 尔 可 夫 键Korean\ \ 기약 마르코프 연쇄 -
10 Markov chain
French\ \ chaîne de MarkovGerman\ \ Markowsche KetteDutch\ \ MarkovketenItalian\ \ catena di MarkovSpanish\ \ cadena de MarkovCatalan\ \ cadena de MàrkovPortuguese\ \ cadeia de MarkovRomanian\ \ -Danish\ \ markovkædeNorwegian\ \ markovkjede; Markov-kjedeSwedish\ \ markovkedjaGreek\ \ αλυσίδα Markov ή Μαρκοβιανή αλυσίδαFinnish\ \ Markovin ketjuHungarian\ \ Markov-láncTurkish\ \ Markov zinciriEstonian\ \ Markovi ahelLithuanian\ \ Markov grandinė; Markovo grandinėSlovenian\ \ -Polish\ \ łańcuch MarkowaRussian\ \ цепь МарковаUkrainian\ \ ланцюг МарковаSerbian\ \ Марковљев ланацIcelandic\ \ MarkovskeðjaEuskara\ \ Markov-en kateFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ زنجير مارکوفArabic\ \ سلسلة ماركوفAfrikaans\ \ Markov-ketting ('n Markov-proses wat telbare diskrete toestande en tydstippe het)Chinese\ \ 马 尔 可 夫 链Korean\ \ 마르코프 연쇄 -
11 сорвать
ρ.σ.μ.1. κόβω, δρέπω•сорвать цветы κόβω λουλούδια•
сорвать яблоки κόβω μήλα (από τη μηλιά).
2. αποσπώ• βγάζω με απότομη κίνηση•сорвать дверь αποσπώ (σπάζω) την πόρτα•
сорвать шапку βγάζω απότομα τη σκούφια.
|| παίρνω, παρασύρω. || γρατσουνίζω• ξεγδέρνω. || χαλνώ, βλάπτω. || ματαιώνω, σπαραλιάζω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•сорвать урок χαλνώ το μάθημα•
сорвать дело χαλνώ την υπόθεση•
сорвать планы поджигателей войны χαλώ τα σχέδια των εμπρηστών τουπολέμου.
4. μτφ. αποσπώ, παίρνω κατόπιν επιμονής•сорвать почелуй αποσπώ φιλί.
|| αρπάζω.5. ξεσπώ•сорвать зло на детях ξεσπώ το θυμό μου (το κακό μου) στα παιδιά.
εκφρ.сорвать банк – (χαρτπ.) κερδίζω όλη την πόστα (μπάνκα)•сорвать голову – (απλ.) τσεκουρώνω, τιμωρώ αυστηρά•сорвать голос (горло глотку) – μου κόβεται η φωνή κατά το τραγούδι•сорвать аплодисменты – αποσπώ τα χειροκροτήματα•сорвать завесу ή покров – ξεσκεπάπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω.1. αποσπώμαι• κόβομαι•пуговица -лась το κουμπίκόπηκε.
|| αποδεσμεύομαι, λύνομαι•собака сорватьлась с цепи το σκυλί λύθηκε από την αλυσίδα.
2. αποκόπτομαι, πέφτω, γκρεμίζομαι. || (ξε)γλιστρώ, ξεφεύγω. || μτφ. αλλάζω.3. δεν κρατιέμαι, χάνω την υπομονή.4. ξεπετιέμαιαπό τη θέση μου, φεύγω βιαστικά. || (απλ.) φεύγω• το σκάζω•давай -мся отсюда εμπρός να φύγομε απ εδώ.
5. αντηχώ, αντιλαλώ. || προφέρομαι (λέγομαι) ξαφνικά ή άθελα. || μουξεφεύγει (λόγος, λέξη).6. φθείρομαι, χαλνώ•резьба -лась η έλικα χάλασε.
7. ματαιώνομαι, σπαραλιάζω• ανατρέπομαι.8. αποτυχαίνω•дело -лось η υπόθεση απέτυχε (πάει περίπατο)•
сорвать на экзамене αποτυχαίνω στις εξετάσεις.
εκφρ.голос -лся – η φωνή κόπηκε (έσπασε)•как (будто, словно) с цепи ή с привязи -лся – σαν το σκυλί που έκοψε την αλυσίδα (επέπεσε ορμητικά). -
12 нитка
1. (швейная) η κλωστή, το νήμα 2. (производственная линия, трубопровод) η γραμμή της παραγωγήςη γραμμή του αγωγού3. (технологического процесса) хим. η (τεχνολογική) αλυσίδα 4. (резьбы) το σπείρωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нитка
-
13 привод
тех. η μετάδοση της κίνησηςο μηχανισμός κίνησηςшкафчик дистанционного - а системы С02 το κιβώτιο του μηχανισμού κίνησης εξ' αποστάσεως του δικτύου С02гидравлический подъёмный - крышки светового люка ο υδραυλικός μηχανισμός ανύψωσης σπιραγίουдистанционный - главного пускового клапана ο μηχανισμός κίνησης εξ αποστάσεως της κύριας βαλβίδας εκκίνησηςдистанционный - пусковых баллонов ο μηχανισμός κίνησης εξ' αποστάσεως των δοχείων εκκίνησηςподъёмный - крушки светового люка ο μηχανισμός ανύψωσης των πωμάτων του σπιράγιουрулевой - του πηδαλίου/τιμονιούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > привод
-
14 процесс
1. (ход развития чего-л.) η διεργασία, η διαδικασία, η πορείαреали-зовать - εφαρμόζω τη -, πραγματοποιώ τη -адиабатный - см. адиабатический -восстановительный - биол. о αναβο-λισμόςкислородно-конвертерный - мет. η διαδικασία βασικού οξυγόνουмарковский - мат. η αλυσίδα (διαδικασία) του Μάρκοφнеобратимый - μη αντιστρεπτή/αναστρέψιμη -, ανεπίστροφη -обратимый - αντιστρεπτή -, αναστρέψιμη -политропический - см. политропный -- производства - της παραγωγής, παραγωγική -технологический - хим. τεχνολογική -циркуляционный хим. - με ανακύκλωση2. мед. η ε(πε)ξεργασία, η προσβολή 3. (порядок разбирательства судебных дел) η (δικαστική) διαδικασία 4. (разбор дела судом) η δίκη, η υπόθεσηвозбуждать - κάνω αγωγή, υποβάλλω μήνυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > процесс
-
15 строп
ο αορτήραςο αναρτήραςτο σαμπάνιη αρτάνηцепной - мор. η αρτάνη με αλυσίδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > строп
-
16 чейн
(мерная цепь) η (Βρετανική) αλυσίδα (ισούται με 20,1168 μέτρα.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чейн
-
17 конвейер
конвейерм тех. ὁ μεταφορέας, ἡ μεταφορική ταινία, ἡ ἀλυσίδα. -
18 конвейерный
конвейер||ныйприл:\конвейерныйная система τό σύστημα τῆς ἀλυσίδα·. · ν -
19 привод
приводм1. юр. τό ἐνταλμα βιαίας προσαγωγής·2. тех. (передача) συσκευή μετάδοσης, μεταβιβάσεως:ременный \привод ἡ ἰμαντοκίνητος συσκευή· цепной \привод ἡ μετάδοση κίνησης με ἀλυσίδα· ко́нный \привод τό μαγγάνι. -
20 сажать
сажатьнесов1. (растения) φυτεύω·2. (за стол и т. п.) καθίζω (μετ.)·3. (на транспорт) ἐπιβιβάζω/ μπαρκάρω (μετ.) (на пароход):\сажать в вагон ἐπιβιβάζω στό βαγόνι·4. (помещать) βάζω, τοποθετώ:\сажать собаку на цепь ἀλυσοδένω (или δένω μέ ἀλυσίδα) τό σκύλο· \сажать в тюрьму́ βάζω στή φυλακή· \сажать хлеб в печь βάζω τό ψωμί στον φοῦρνο.
См. также в других словарях:
αλυσίδα — Σύνολο από αλληλένδετους μεταλλικούς κρίκους, που σχηματίζουν ένα όργανο ανθεκτικό στην έλξη. Χρησιμοποιείται κυρίως για την ανύψωση φορτίων, για τη μετάδοση της κίνησης και για την αγκυροβόληση πλοίων. Οι κρίκοι μπορούν να κατασκευαστούν από… … Dictionary of Greek
αλυσίδα — η 1. σειρά από κρίκους που είναι συνδεμένοι μεταξύ τους σε ένα εύκαμπτο σύνολο: Του χάρισαν μια ασημένια αλυσίδα. 2. σειρά ομοειδών πραγμάτων: Μια αλυσίδα από βουνά υπάρχει στη μέση της χώρας. 3. τα δεσμά, η φυλακή: Τον έβαλαν στις αλυσίδες. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… … Dictionary of Greek
ποδήλατο — Όχημα με δύο τροχούς ίσης διαμέτρου, εφοδιασμένους με ελαστικά και τοποθετημένους σε μεταλλικό πλαίσιο. Το π. κινείται από τη μυϊκή δύναμη των ποδιών του ατόμου το οποίο το χρησιμοποιεί. Η δύναμη προώθησης μεταδίδεται στον πίσω τροχό με μια… … Dictionary of Greek
σημαδούρα — Πλωτό σώμα διάφορων σχημάτων και διαστάσεων, που χρησιμοποιείται για προσόρμιση των πλοίων ή για επισήμανση. Η σ. για προσόρμιση λέγεται συνήθως τσαμαδούρα (ναύδετο) και είναι ένας μεγάλος κύλινδρος από λαμαρίνα, υδατοστεγής, που διαθέτει την… … Dictionary of Greek
υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις που αποτελούνται μόνο από άτομα άνθρακα και υδρογόνου. Ανάλογα με τον τύπο δομής, οι ενώσεις αυτές υποδιαιρούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες: αλειφατικούς, αλεικυκλικούς και αρωματικούς υ. Οι αλειφατικοί υ. αποτελούνται από άτομα… … Dictionary of Greek
θερμοηλεκτρισμός — Σύνολο ιδιοτήτων που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση μεταξύ ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας που εκδηλώνονται στα φαινόμενα Ζέεμπεκ, Πελτιέ, Τόμσον, εκτός από το φαινόμενο Τζάουλ. φαινόμενο Ζέεμπεκ. Το φαινόμενο Ζέεμπεκ, που είναι και το πιο… … Dictionary of Greek